Η άνοδος των Ρως και η κατάρρευση του κράτους των Χαζάρων Εμπορικοί δρόμοι της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας, 8ος-11ος αιώνας μ.Χ.
Από τον 9ο αιώνα ομάδες Βαράγγων Ρως, αναπτύσσοντας ένα ισχυρό πολεμικό-εμπορικό σύστημα, άρχισαν να κατεβαίνουν προς τα νότια στους υδάτινους δρόμους που ελέγχονταν από τους Χαζάρους και το προτεκτοράτο τους, τη Βουλγαρία του Βόλγα, εν μέρει σε αναζήτηση του αραβικού ασημιού που εισέρρεε προς βορράν από τις εμπορικές ζώνες των Χαζάρων και των Βουλγάρων του Βόλγα, και εν μέρει για να εμπορευθούν γούνες και προϊόντα από σίδηρο.
Τα βόρεια εμπορικά πλοία που περνούσαν από το Ατίλ (η τελευταία πρωτεύουσα των Χαζάρων) φορολογούνταν με τη δεκάτη, περνώντας από τη βυζαντινή Χερσώνα. Η παρουσία τους πιθανόν να οδήγησε στη δημιουργία ενός κράτους των Ρως, πείθοντας τους Σλάβους, τους Μεριανούς (ιθαγενή φιννικό λαό της Ρωσίας) και τους Τσούντους (λαός φιννικής καταγωγής της Εσθονίας, Καρελίας και βορειοδυτικής Ρωσίας), για να προστατεύσουν τα κοινά τους συμφέροντα έναντι της ληστρικής φορολογίας των Χαζάρων. Συχνά υποστηρίζεται ότι είχε σχηματισθεί στα ανατολικά ένα Χαγανάτο των Ρως κατά το πρότυπο του χαζαρικού κράτους, και ότι ο Βάραγγος αρχηγός του συνασπισμού οικειοποιήθηκε τον τίτλο του «χαγάνου» ήδη από τη δεκαετία του 830. Ο τίτλος επέζησε υποδηλώνοντας τους πρίγκηπες των Ρως του Κιέβου, που η πρωτεύουσά τους, το Κίεβο, συχνά συνδέεται με χαζαρική εγκατάσταση. Η κατασκευή του φρουρίου Σαρκέλ την εποχή αυτή με την τεχνική βοήθεια του Βυζαντίου, συμμάχου της Χαζαρίας, μαζί με την κοπή αυτόνομου χαζαρικού νομίσματος γύρω στη δεκαετία του 830, πιθανόν να ήταν ένα αμυντικό μέτρο κατά των αναδυόμενων απειλών από τους Βαράγγους στο βορρά και τους Μαγυάρους στην ανατολική στέπα. Το 860 οι Ρως είχαν διεισδύσει μέχρι το Κίεβο και, μέσω του Δνείπερου, μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Η θέση του χαζαρικού φρουρίου στο Σαρκέλ στην περιφέρεια του Ροστόφ στη σημερινή Ρωσία, στην αριστερή όχθη του Κάτω Ντον, τη δεκαετία του 1930 (αεροφωτογραφία από ανασκαφές του Μιχαήλ Αρταμόνοφ Συχνά οι συμμαχίες άλλαζαν. Το Βυζάντιο, όταν απειλείτο από τους Βαράγγους Ρως επιδρομείς, βοηθούσε τη Χαζαρία και κατά καιρούς η Χαζαρία επέτρεπε στους βόρειους να περνούν από τα εδάφη της με αντάλλαγμα μερίδιο από τα λάφυρα. Από τις αρχές του 10ου αιώνα οι Χάζαροι βρέθηκαν να πολεμούν σε πολλά μέτωπα, καθώς οι νομαδικές επιδρομές εντάθηκαν από εξεγέρσεις πρώην υποτακτικών και εισβολές από πρώην συμμάχους. Η χαζαρική ειρήνη εγκλωβίστηκε μεταξύ των Πετσενέγων της στέπας και της ενδυνάμωσης μιας αναδυόμενης δύναμης των Ρως στο βορρά, που υπονόμευαν την παραποτάμια αυτοκρατορία της Χαζαρίας. Σύμφωνα με την Επιστολή Σέχτερ ο Χάζαρος ηγέτης βασιλιάς Βενιαμίν, γύρω στα 880-890 έδωσε μια μάχη κατά των συμμαχικών δυνάμεων πέντε χωρών, των οποίων οι κινήσεις ίσως ενθαρρύνονταν από το Βυζάντιο. Αν και ο Βενιαμίν νίκησε, ο γιος του Ααρών Β΄ αντιμετώπισε νέα εισβολή, αυτή τη φορά από τους Αλανούς, των οποίων ο ηγέτης είχε προσηλυτισθεί στο Χριστιανισμό και συμμαχήσει με το Βυζάντιο, που υπό τον Λέοντα ΣΤ΄ τον Σοφό τούς υποκινούσε κατά των Χαζάρων. Από το 880 ο έλεγχος των Χαζάρων του Μέσου Δνείπερου από το Κίεβο, όπου συνέλεγαν φόρους από τις ανατολικές σλαβικές φυλές, άρχισε να φθίνει, καθώς ο Ολέγκ του Νόβγκοροντ απέσπασε τον έλεγχο της πόλης από τους Βαράγγους πολεμάρχους Άσκολντ και Ντιρ, και δρομολόγησε αυτό που θα αποδεικνυόταν η ίδρυση της αυτοκρατορίας των Ρως. Οι Χάζαροι είχαν αρχικά επιτρέψει στους Ρως να χρησιμοποιούν τη λεγόμενη Εμπορική Οδό του Βόλγα και να κάνουν επιδρομές προς τα νότια. Σύμφωνα με τον Αλ-Μασούντι ο χαγάνος λέγεται ότι έδωσε τη συγκατάθεσή του υπό την προϋπόθεση οι Ρως να του δώσουν τα μισά λάφυρα. Το 913 όμως, δύο χρόνια αφού το Βυζάντιο είχε συνάψει συνθήκη ειρήνης με τους Ρως (911), μια επιδρομή των Βαράγγων, με την ανοχή των Χαζάρων, σε αραβικά εδάφη, οδήγησε σε αίτημα της χωρεσμιακής ισλαμικής φρουράς προς το χαζαρικό θρόνο να προβεί σε αντίποινα κατά του κύριου όγκου των Ρως κατά την επιστροφή τους. Σκοπός ήταν να εκδικηθούν τις βιαιότητες που η λεηλασία των Ρως είχε επιφέρει στους ομοθρήσκους τους μουσουλμάνους. Η δύναμη των Ρως καταδιώχθηκε και εσφάγη. Οι Χάζαροι ηγέτες απέκλεισαν για τους Ρως το πέρασμα κατάντι του Βόλγα, πυροδοτώντας πόλεμο. Στις αρχές της δεκαετίας του 960 ο Χάζαρος ηγέτης Ιωσήφ έγραψε στον Χασντάι ιμπν Σαπρούτ για τη χειροτέρευση των σχέσεων των Χαζάρων με τους Ρως: «Προστατεύω την εκβολή του ποταμού (Ατίλ-Βόλγα) και εμποδίζω τους Ρως, που φτάνουν με τα πλοία τους, να επιτεθούν κατά των Ισμαηλιτών (Αράβων) και εξίσου όλους τους εχθρούς να επιτεθούν κατά του Μπαμπ (Ντερμπέντ)». Ο Σβιατοσλάβος Α΄ του Κιέβου (στη βάρκα), καταστροφέας του Χαζαρικού Χαγανάτου Οι πολέμαρχοι των Ρως ξεκίνησαν αρκετούς πολέμους κατά του Χαζαρικού Χαγανάτου και επέδραμαν μέχρι την Κασπία Θάλασσα. Η Επιστολή Σέχτερ αναφέρει την ιστορία μιας εκστρατείας κατά της Χαζαρίας από τον (πρόσφατα ταυτοποιημένο ως) Ολέγκ του Τσερνίγκοφ γύρω στο 941, κατά την οποία ο Ολέγκ νικήθηκε από τον Χάζαρο στρατηγό Πεσάκ. Η χαζαρική συμμαχία με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία άρχισε να καταρρέει στις αρχές του 10ου αιώνα. Βυζαντινές και χαζαρικές δυνάμεις ενδέχεται να συγκρούστηκαν στην Κριμαία, και μετά το 940 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος εικοτολογούσε στο «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» για τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να απομονώσει τους Χαζάρους και να τους επιτεθεί. Οι Βυζαντινοί την ίδια περίοδο άρχισαν να επιδιώκουν συμμαχίες με τους Πετσενέγους και τους Ρως, με διάφορους βαθμούς επιτυχίας. Ο Σβιατοσλάβος Α΄ κατόρθωσε τελικά να καταστρέψει την αυτοκρατορική εξουσία των Χαζάρων τη δεκαετία του 960 με μια κυκλωτική κίνηση που κυρίευσε τα χαζαρικά φρούρια Σαρκέλ και Ταματάρκα, έφτασε μέχρι τους καυκασιανούς Τσερκέζους και κατόπιν πίσω στο Κίεβο. Το Σαρκέλ έπεσε το 965 με την πρωτεύουσα Ατίλ να ακολουθεί το 968 ή 969. Στα ρωσικά χρονικά η εξάλειψη των χαζαρικών παραδόσεων συνδέεται με τον προσηλυτισμό του Βλαδίμηρου Α΄ του Κιέβου. Σύμφωνα με το Πρώτο Χρονικό, το 986 οι Χάζαροι Εβραίοι παραβρέθηκαν στο διάλογο του Βλαδίμηρου για να αποφασίσει για τη μελλοντική θρησκεία των Ρως του Κιέβου. Δεν είναι σαφές αν αυτοί ήταν Εβραίοι που είχαν εγκατασταθεί στο Κίεβο ή απεσταλμένοι από κάποιο ιουδαϊκό χαζαρικό κράτος-υπόλειμμα. Ο προσηλυτισμός σε ένα από τα δόγματα των λαών της Αγίας Γραφής ήταν η προϋπόθεση για οποιαδήποτε συνθήκη ειρήνης με τους Άραβες, των οποίων Βούλγαροι πρέσβεις είχαν φτάσει στο Κίεβο μετά το 985. Ένας επισκέπτης στο Ατίλ έγραφε, αμέσως μετά τη λεηλασία της πόλης, ότι οι αμπελώνες και οι κήποι της είχαν ισοπεδωθεί, ούτε ένα σταφύλι ή σταφίδα δεν υπήρχε στη γη, και δεν υπήρχε ούτε ελεημοσύνη για τους φτωχούς. Ίσως επιχειρήθηκε μια προσπάθεια ανοικοδόμησης, καθώς ο Ιμπν Χαουκάλ (μουσουλμάνος συγγραφέας, γεωγράφος και χρονικογράφος) και ο Αλ-Μουκαντάσι (Άραβας γεωγράφος) αναφέρονται σε αυτό μεταγενέστερα, αλλά την εποχή του Αλ-Μπιρούνι (Πέρσης-Χωρέσμιος λόγιος, 1048 μ.Χ.) κειτόταν σε ερείπια. Οι Χάζαροι ή Χαζάροι (περσικά: خزر, αζέρικα: Xəzərlər, ουκρανικά: Хоза́ри, Khozáry, ρωσικά: Хаза́ры, Khazáry)[4] ήταν ένας ημινομαδικός τουρκικός λαός με μία ομοσπονδία από φυλές που μιλούσαν τουρκικές γλώσσες που στα τέλη του 6ου αιώνα εδραίωσαν μία μεγάλη εμπορική αυτοκρατορία[5] , ευρισκόμενοι πάνω σε μία από τις σημαντικότερες εμπορικές αρτηρίες μεταξύ Βόρειας Ευρώπης και Νοτιοδυτικής Ασίας.[6] Επρόκειτο για την ισχυρότερη πολιτεία που αναδύθηκε από τη διάλυση του Δυτικού Τουρκικού Χαγανάτου. Η Χαζαρία κυριάρχησε στο δυτικό τμήμα του Δρόμου του Μεταξιού και έπαιξε βασικό εμπορικό ρόλο ως σταυροδρόμι μεταξύ Κίνας, Μέσης Ανατολής και Ευρωπαϊκής Ρωσίας. Επί τρεις περίπου αιώνες (650-965) οι Χάζαροι κυριαρχούσαν στη μεγάλη περιοχή που εκτείνεται από τις στέπες του Βόλγα και του Ντον, μέχρι την ανατολική Κριμαία και το βόρειο Καύκασο.[7][8] Έπαψαν να υπάρχουν γύρω στον 11ο - 12ο αιώνα. Βρίσκονταν συγκεντρωμένοι δυτικά και βόρεια της Κασπίας Θάλασσας, κυρίως στο βόρειο Καύκασο και την ευρασιατική στέπα. Πέραν της αδιαμφισβήτητης τουρκικής καταγωγής τους, η ακριβής προέλευσή τους δεν είναι ακόμα εξακριβωμένη. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, προήλθαν από την ανάμειξη κάποιων τουρκομογγολικών φύλων με απομεινάρια των Ούννων και τοπικά φύλα της ΒΔ Κασπίας.
Το όνομά τους προέρχεται από την αρχαία τουρκική ρίζα «qaz-» (καζ), που σημαίνει «περιπλανώμαι».
Χαγανάτο των Χαζάρων Hazar Kağanlığı 650 – 969
Το Χαγανάτο των Χαζάρων, 650-850 μ.Χ.
Πρωτεύουσα Μπαλαντζάρ (650-720)
Σαμαντάρ (720-750)
Ατίλ (750-969)
Γλώσσες Χαζαρική
Θρησκεία Βουδισμός Ιουδαϊσμός[1] Χριστιανισμός Ισλάμ Παγανισμός Συγκρητισμός[2]
Πολίτευμα Χαγανάτο
Ιστορική εποχή Μεσαίωνας - Ίδρυση 650 - Διάλυση 969
Πληθυσμός - 7ος αιώνας[3] εκτ. 1.400.000
Η θέση του Χαζαρικού Χαγανάτου (κυανό) το 10ο αιώνα, λίγο πριν την κατάλυσή του. Οι περιοχές του Καυκάσου δεν ήταν οργανικά ενταγμένες, ήταν όμως φόρου υποτελείς στο Ατίλ. ΒΛΕΠΕ ΧΑΡΤΗ ΦΩΤΟ
Η Χαζαρία λειτούργησε επί μακρόν ως ουδέτερο κράτος μεταξύ αφενός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και αφετέρου τόσο των νομάδων των βόρειων στεπών, όσο και της Αυτοκρατορίας των Ομεϋαδών, αφού λειτούργησε πρωτύτερα ως εντολοδόχος του Βυζαντίου κατά της περσικής Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών.
Η συμμαχία διαλύθηκε γύρω στα 900 μ.Χ., καθώς οι Βυζαντινοί άρχισαν να ενθαρρύνουν τους Αλανούς να επιτεθούν στη Χαζαρία και να αδυνατίσουν τις θέσεις της στην Κριμαία και τον Καύκασο, επιδιώκοντας να πετύχουν συμμαχία με την ανερχόμενη δύναμη των Ρως στα βόρεια της Χαζαρίας, που φιλοδοξούσε να τους προσηλυτίσει στο Χριστιανισμό. Μεταξύ 965 και 969 ο ηγεμόνας των Ρως του Κιέβου Σβιατοσλάβος Α΄ κατέλαβε την πρωτεύουσα Ατίλ και κατέλυσε το κράτος των Χαζάρων.
Το χαγανάτο των Χαζάρων ήταν πολύγλωσσο και πολυεθνικό. Το μητρικό τους θρήσκευμα ήταν ο Τενγκρισμός όπως και των Βόρειων Καυκάσιων Ούννων και άλλων τουρκικών φυλών.[9] Το πολυεθνικό ευρύ κοινό του χαγανάτου φαίνεται πως ήταν ένα μωσαϊκό παγανιστών, τενγκριστών, ιουδαϊστών, χριστιανών και μουσουλμάνων.[9]
Ωστόσο, ίσως η κυβερνώσα αριστοκρατία μεταστράφηκε στον Ιουδαϊσμό περί τον 8ο αιώνα για ασαφή αίτια. Μια σύγχρονη θεωρία, ότι ο πυρήνας των Ασκεναζιτών Εβραίων προέκυψε από μια υποθετική διασπορά Χαζάρων Εβραίων, αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από ορισμένους μελετητές και ερευνητές, αλλά υποστηρίζεται από άλλους Φυλετική προέλευση και αρχαία
Οι φυλές που θα αποτελούσαν την αυτοκρατορία των Χαζάρων δεν ήταν μια εθνική ένωση, αλλά ένα άθροισμα νομάδων της στέπας και λαών κατόπιν υποτελών τους, που στηρίζονταν σε μια κεντρική τουρκική ηγεσία.
Ήδη, πολλές τουρκικές ομάδες, όπως οι ογουρικοί λαοί, μεταξύ αυτών οι Σαράγουροι, Ογούροι, Ονόγουροι και Πρωτοβούλγαροι, που αποτελούσαν πρωτύτερα τμήμα της συνομοσπονδίας των Τιέλε, έχοντας αρκετά νωρίς εκδιωχθεί δυτικά από τις πατρίδες τους από τους Σαβίρους (τουρκικό λαό), που με τη σειρά τους εκδιώχθηκαν από τους Ασιάτες Αβάρους, άρχισαν να ξεχύνονται στην περιοχή Βόλγα-Κασπίας-Πόντου ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ., και αναφέρονται από τον Πρίσκο να κατοικούν στις στέπες της Δυτικής Ευρασίας από το 463.
Εμφανίζονται δε να προήλθαν από τη Μογγολία και τη Νότια Σιβηρία, στον απόηχο της διάλυσης των νομαδικών κοινοτήτων των Ούννων/Σιονγκ-νου.
Μια ποικίλλουσα ομοσπονδία φυλών υπό την ηγεσία των Τούρκων αυτών, η οποία πιθανόν περιελάμβανε μια σύνθεση ιρανικών, πρωτομογγολικών, ουραλικών και παλαιοσιβηρικών πατριών, συνέτριψε το Χαγανάτο των Ρουράν των ηγεμονικών Αβάρων της κεντρικής Ασίας το 552 και μετακινήθηκε προς τα δυτικά, συμπαρασύροντας άλλους νομάδες της στέπας, καθώς και λαούς από τη Σογδιανή. Η κυβερνώσα οικογένεια αυτής της συνομοσπονδίας πιθανόν να προερχόταν από τη φυλή Ασίνα των δυτικών τουρκικών φυλών, αν και ο Κονσταντίν Ζούκερμαν (Γαλλοεβραίος ιστορικός) αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τους Ασίνα και τον κεντρικό τους ρόλο στη διαμόρφωση των Χαζάρων.
Ο Πήτερ Γκόλντεν (Αμερικανός ιστορικός) σημειώνει ότι κινεζικές και αραβικές αναφορές είναι σχεδόν ταυτόσημες, ενισχύοντας τη συγγένειά τους και συμπεραίνει ότι ηγεμόνας τους ίσως να ήταν ο Γιπισεκούι, που έχασε την εξουσία ή σκοτώθηκε γύρω στα 651. Μετακινούμενη προς τα δυτικά η συνομοσπονδία έφτασε στη χώρα των Ακατζίρων, που ήταν σημαντικοί σύμμαχοι του Βυζαντίου, πολεμώντας το στρατό του Αττίλα. ΤενγκρισμόςΕπεξεργασία Δεν υπάρχουν πολλές άμεσες πηγές για τη θρησκεία των Χαζάρων, αλλά πιθανότατα εξασκούσαν μια παραδοσιακή τουρκική μορφή λατρευτικών πρακτικών, γνωστές ως Τενγκρισμό, που εστίαζαν στον θεό του ουρανού, Τένγκρι.
Η φύση της μπορεί εν μέρει να συναχθεί από ότι γνωρίζουμε για τις τελετουργίες και πεποιθήσεις συγγενικών φυλών, όπως οι Ούννοι του Βορείου Καυκάσου.
Σ' αυτή την ανώτερη θεότητα γίνονταν θυσίες αλόγων.
Οι τελετές περιελάμβαναν προσφορές στη φωτιά, στο νερό και στη σελήνη, περίεργα όντα και στους «θεούς του δρόμου» (στα Παλαιοτουρκικά «γιολ τενγκρί», ίσως θεός της τύχης). Φυλαχτά του ήλιου ήταν διαδεδομένα σαν λατρευτικά στολίδια. Υπήρχε επίσης ένα λατρευτικό δένδρο. Οτιδήποτε χτυπιόταν από κεραυνό, άνθρωπος ή αντικείμενο, εθεωρείτο θυσία στον ανώτερο θεό του ουρανού.
Η μετά θάνατον ζωή, κρίνοντας από τις ανασκαφές αριστοκρατικών τύμβων, πιστευόταν ως συνέχεια της επίγειας ζωής, έτσι οι πολεμιστές θάβονταν με τα όπλα, τα άλογά τους και μερικές φορές συνοδεία ανθρωποθυσιών: στην κηδεία ενός «τουντούν» το 711-712, 300 στρατιώτες θυσιάστηκαν για να τον συνοδέψουν στον άλλο κόσμο. Έχει διαπιστωθεί λατρεία των προγόνων.
Η βασική θρησκευτική μορφή φαίνεται να ήταν ένα σαμανιστικό «καμ», και ήταν αυτά («κοζμίμ») που εκδιώχθηκαν, σύμφωνα με τις ιστορίες του ιουδαϊκού προσηλυτισμού των Χαζάρων.
Πολλές πηγές δείχνουν, και σημαντικός αριθμός ερευνητών έχει συμφωνήσει, ότι η χαρισματική φυλή Ασίνα έπαιξε βασικό ρόλο στο πρώιμο χαζαρικό κράτος, αν και ο Ζούκερμαν απορρίπτει την ευρέως δεκτή άποψη για τον καίριο ρόλο τους ως μυθεύματα.
Οι Ασίνα συνδέονταν στενά με τη λατρεία του Τένγκρι, της οποίας οι πρακτικές περιελάμβαναν τελετές για να εξασφαλίσει μια φυλή την προστατευτική πρόνοια του θεού.
Ο χαγάνος θεωρείτο ότι κυβερνούσε με τη δύναμη του «κουτ» (ουράνια εντολή/καλοτυχία να κυβερνά).
Ο προσηλυτισμός των Χαζάρων στον Ιουδαϊσμό αναφέρεται κατά κύριο λόγο από εξωτερικές πηγές καθώς και στη Χαζαρική Αλληλογραφία, συλλογή εβραϊκών εγγράφων, των οποίων η αυθεντικότητα επί μακρόν αμφισβητείτο, αλλά τώρα είναι ευρέως αποδεκτά μεταξύ των ειδικών, ως αντικατοπτρίζοντα εσωτερικές χαζαρικές παραδόσεις.
Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες αφετέρου για τον προσηλυτισμό παραμένουν αόριστες, πράγμα που ίσως οφείλεται είτε στις ελλιπείς ανασκαφές είτε στο ότι το στρώμα των πραγματικών πιστών ήταν μικρό. Ο προσηλυτισμός φυλών της στέπας ή της περιφέρειάς της σε μια παγκόσμια θρησκεία είναι φαινόμενο αρκετά βεβαιωμένο, και ο προσηλυτισμός των Χαζάρων στον Ιουδαϊσμό, αν και ασυνήθης, δεν ήταν μοναδικός. Στα νότια των Χαζάρων τόσο το Ισλάμ όσο και ο βυζαντινός Χριστιανισμός προσηλύτιζαν μεγάλες δυνάμεις.
Οι βυζαντινές επιτυχίες στο βορρά ήταν σποραδικές, αν και ιεραποστολές της Αρμενίας και της (καυκασιανής) Αλβανίας (σημερινό Αζερμπαϊτζάν) από το Ντερμπέντ, έχτιζαν εντατικά εκκλησίες στις παραθαλάσσιες περιοχές του Νταγκεστάν, τότε χαζαρική περιοχή, ο δε Βουδισμός είχε επίσης ασκήσει έλξη στους ηγέτες τόσο του Ανατολικού (552-742), όσο και του Δυτικού Χαγανάτου (552-659), από τα οποία το δεύτερο ήταν πρόγονος του κράτους των Χαζάρων.
Το 682, σύμφωνα με το Αρμένικο Χρονικό του Μόβσες Ντασκουράντζι, ο βασιλιάς της Καυκασιανής Αλβανίας, Βαράζ Τρντατ, απέστειλε έναν επίσκοπο ονόματι Ισραγιέλ να προσηλυτίσει τους Καυκασιανούς «Ούννους», που ήταν υποτελείς στους Χαζάρους, και κατόρθωσε να κάνει τον Αλπ Ιλουτουέρ, γαμπρό του Χαζάρου χαγάνου, και το στρατό του, να εγκαταλείψουν τις σαμανιστικές λατρείες τους και να ενταχθούν στο Χριστιανισμό.
Ο Άραβας Γεωργιανός μάρτυρας Άγιος Άμπο, που προσηλυτίσθηκε στο Χριστιανισμό εντός του χαζαρικού βασιλείου γύρω στα 779-780, περιγράφει τους τοπικούς Χαζάρους ως άθρησκους. Ορισμένες αναφορές καταγράφουν χριστιανική πλειοψηφία στο Σαμαντάρ (πόλη της Χαζαρίας στη δυτική ακτή της Κασπίας) ή μουσουλμανικές πλειοψηφίες σε διάφορες περιοχές της Χαζαρίας.
Επίσης είναι γνωστό ότι Εβραίοι τόσο από τον ισλαμικό κόσμο όσο και από το Βυζάντιο είχαν μεταναστεύσει στη Χαζαρία σε περιόδους διωγμών επί Ηρακλείου, Ιουστινιανού Β´, Λέοντος Γ΄ και Ρωμανού Λεκαπηνού.
Το σχήμα είναι εκείνο του προσηλυτισμού μιας ελίτ, που την ακολούθησε σε μεγάλη κλίμακα υιοθέτηση της νέας θρησκείας από το γενικό πληθυσμό, που συχνά αντιστεκόταν στην επιβολή της.
Σημαντική προϋπόθεση για το μαζικό προσηλυτισμό ήταν ένα πάγιο αστικό κράτος, όπου εκκλησίες, συναγωγές ή τζαμιά παρείχαν μια θρησκευτική εστία, σε αντίθεση με τον ελεύθερο νομαδικό τρόπο ζωής στις ανοιχτές στέπες.
Μια παράδοση των Ιρανών ορεσίβιων Εβραίων (ή Εβραίων του Καυκάσου) ισχυρίζεται ότι οι πρόγονοί τους ήταν υπεύθυνοι για τον προσηλυτισμό των Χαζάρων.
Τόσο ο χρόνος του προσηλυτισμού όσο και η έκταση της επιρροής του πέρα από την ελίτ, που συχνά υποτιμάται από τους λόγιους, είναι αντικείμενο διαφωνίας, αλλά κάποια στιγμή μεταξύ 740 και 920 οι Χάζαροι βασιλιάδες και ευγενείς φαίνεται να είχαν προσηλυτιστεί στον Ιουδαϊσμό, ίσως εν μέρει, υποστηρίζεται, για να αποκρούσουν τις ανταγωνιστικές πιέσεις από Άραβες και Βυζαντινούς να δεχθούν το Ισλάμ ή την Ορθοδοξία.
Ο Κριστιάν του Σταβελό στο «Expositio in Matthaeum Evangelistam» (Ερμηνεία του Ευαγγελίου του Ματθαίου, περίπου 860-880) αναφέρεται σε αυτούς ως απογόνους των δαιμόνων Γκογκ και Μαγκόγκ, που είχαν κάνει περιτομή και τηρούσαν όλους τους νόμους του Ιουδαϊσμού.
Νέα νομισματικά ευρήματα από κέρματα χρονολογούμενα το 837/838 που φέρουν τις επιγραφές «αρντ αλ-χαζάρ» (Χώρα των Χαζάρων) ή «Μούσα Ρασούλ Αλάχ» (Μωυσής ο Απεσταλμένος του Θεού, σε απομίμηση της ισλαμικής φράσης σε νόμισμα: «Μουχάμμαντ Ρασούλ Αλλάχ», δηλ. Μωάμεθ ο Απεσταλμένος του Θεού), υποδηλώνει για πολλούς ότι ο προσηλυτισμός έλαβε χώρα αυτή τη δεκαετία. Ο Όλσον υποστηρίζει ότι η μαρτυρία του 837/838 σημαίνει μόνο την αρχή ενός μακρόχρονου και δύσκολου εξιουδαϊσμού, που ολοκληρώθηκε μερικές δεκαετίες αργότερα.
Άλλη άποψη δέχεται ότι το 10ο αιώνα, ενώ η βασιλική φυλή αποδέχθηκε επίσημα τον Ιουδαϊσμό, μια ακανόνιστη διαδικασία εξισλαμισμού έλαβε χώρα στην πλειοψηφία των Χαζάρων.
Το 10ο αιώνα η επιστολή του χαγάνου των Χαζάρων Ιωσήφ υποστηρίζει ότι μετά το βασιλικό προσηλυτισμό «ο Ισραήλ επέστρεψε (γιασουβού γισραέλ) με το λαό της Χαζαρίας (στον Ιουδαϊσμό) σε πλήρη μετάνοια (μπιτεσουβάχ σελεμάχ)».
Ο Πέρσης ιστορικός Ιμπν αλ-Φακίχ έγραψε ότι «όλοι οι Χάζαροι είναι Ιουδαϊστές, αλλά έχουν εξιουδαϊσθεί πρόσφατα».
Ο Άχμαντ ιμπν Φαλντάν (Άραβας περιηγητής) βασιζόμενος στην αποστολή του εκ μέρους του χαλίφη της Βαγδάτης στους Πρωτοβούλγαρους του Βόλγα, ανέφερε επίσης ότι «ο πυρήνας του κράτους, οι Χάζαροι, ήταν «εξιουδαϊσμένοι», όπως υπογραμμίζεται από τον Καραΐτη Εβραίο μελετητή Γιακούμπ Κιρκισανί (Γιακούμπ ο Κιρκάσιος) γύρω στα 937.
Ο προσηλυτισμός φαίνεται να είχε συμβεί σε ένα περιβάλλον προστριβών, που απέρρεαν από την εντατικοποίηση της βυζαντινής ιεραποστολικής δραστηριότητας από την Κριμαία μέχρι τον Καύκασο, και τις αραβικές προσπάθειες να αποσπάσουν τον έλεγχο του δεύτερου τον 8ο αιώνα, και μια επανάσταση των Καβάρων (Πρωτοβουλγαρική φυλή της Χαζαρίας) που καταπνίγηκε γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα.
Οι σύγχρονοι μελετητές βλέπουν γενικά τον προσηλυτισμό ως μια αργή διαδικασία τριών σταδίων, που συμφωνεί με το μοντέλο του Ρίτσαρντ Ήτον της συγκριτικής «ένταξης», της σταδιακής «αναγνώρισης» και τελικά της «εκτόπισης» της παλαιότερης παράδοσης. Μεταξύ 954 και 961 ο Ισπανοεβραίος Χασντάι ιμπν Σαπρούτ έστειλε μια διερευνητική επιστολή στον ηγεμόνα της Χαζαρίας και έλαβε μια απάντηση από τον χαγάνο Ιωσήφ.
Η ανταλλαγή αυτής της λεγόμενης Χαζαρικής Αλληλογραφίας, μαζί με την Επιστολή Σέχτερ, που ανακαλύφθηκε στην αποθήκη της εβραϊκής Συναγωγής Μπεν Εζρά (ή Συναγωγής Γκενίζα) του Καΐρου, και τους περίφημους πλατωνίζοντες διαλόγους του Ισπανοεβραίου Γιεχουντά Χαλεβί, «Σεφέρ χα Κουζάρι» («Ο Χάζαρος»), που ευλόγως βασίστηκε σε αυτές τις πηγές, μας παρέχουν τη μόνη άμεση μαρτυρία των εγχώριων παραδόσεων που αφορούν τον προσηλυτισμό.
Αναφέρεται ως παράδοση ότι ο Χάζαρος χαγάνος Μπουλάν εξεδίωξε τους μάγους και δέχθηκε επισκέψεις αγγέλων που τον προέτρεψαν να βρει την αληθινή θρησκεία, μετά τις οποίες, συνοδευόμενος από τον βεζίρη του, ταξίδεψε σε μια ακτή κοντά στα ερημικά όρη της περιοχής Βαρσάν, όπου βρήκε τυχαία ένα σπήλαιο, όπου οι Εβραίοι συνήθιζαν να εορτάζουν το Σάββατο. Εκεί υπέστη περιτομή. Λέγεται τότε ότι ο Μπουλάν συγκάλεσε ένα βασιλικό διάλογο μεταξύ των υποστηρικτών των τριών αβρααμικών θρησκειών.
Αποφάσισε να προσηλυτισθεί όταν πείστηκε για την ανωτερότητα του Ιουδαϊσμού. Πολλοί μελετητές τοποθετούν αυτό γύρω στα 740, χρονολογία υποστηριζόμενη και από την περιγραφή του ίδιου του Χαλεβί.
Οι λεπτομέρειες είναι τόσο εβραϊκές όσο και τουρκικές.
Ένας τουρκικός εθνογενετικός μύθος μιλάει για ένα προγονικό σπήλαιο, στο οποίο έγινε η σύλληψη των Ασίνα από το ζευγάρωμα του ανθρώπινου προγόνου τους και μιας λύκαινας.
Αυτές οι περιγραφές δείχνουν ότι υπήρχε ένας ορθολογικοποιημένος συγκρητισμός των ιθαγενών ειδωλολατρικών παραδόσεων με τον εβραϊκό νόμο, μέσω της ιδέας του σπηλαίου, χώρου προγονικών τελετουργικών και αποθετηρίου ξεχασμένων ιερών κειμένων, τουρκικών μύθων περί καταγωγής και εβραϊκών αντιλήψεων λύτρωσης του πεπτωκότος λαού του Ισραήλ. Είναι γενικά αποδεκτό ότι υιοθέτησαν το Ραβινικό και όχι τον Καραϊτικό Ιουδαϊσμό.
Ο Ιμπν Φαλντάν αναφέρει ότι η επίλυση των διαφορών στη Χαζαρία εκδικαζόταν από δικαστές, προερχόμενους ο καθένας από την κοινότητά του, χριστιανική, εβραϊκή, μουσουλμανική ή ειδωλολατρική.
Μερικά στοιχεία δείχνουν ότι ο Χάζαρος βασιλιάς έβλεπε τον εαυτό του ως υπερασπιστή των Εβραίων ακόμη και πέρα από τα σύνορα του βασιλείου, προβαίνοντας σε αντίποινα κατά των μουσουλμανικών και χριστιανικών συμφερόντων στην Κριμαία μετά τους ισλαμικούς και βυζαντινούς διωγμούς των Εβραίων στο εξωτερικό.
Ο Ιμπν Φαλντάν αφηγείται συγκεκριμένα ένα επεισόδιο όπου ο βασιλιάς της Χαζαρίας γκρέμισε το μιναρέ ενός τζαμιού στο Ατίλ, ως εκδίκηση για την καταστροφή μιας συναγωγής στο Νταρ αλ-Μπαμπουνάι, και φέρεται να είπε ότι θα έκανε χειρότερα αν δεν φοβόταν ότι οι μουσουλμάνοι με τη σειρά τους θα τα ανταπέδιδαν κατά των Εβραίων.
Ο Χασντάι ιμπν Σαπρούτ αναζήτησε πληροφορίες σχετικά με τη Χαζαρία, ελπίζοντας να ανακαλύψει ένα μέρος στη γη όπου το βασανισμένο Ισραήλ θα μπορούσε να αυτοκυβερνηθεί, και έγραψε ότι αν αποδεικνυόταν αλήθεια ότι η Χαζαρία είχε έναν τέτοιο βασιλιά, δεν θα δίσταζε να εγκαταλείψει το υψηλό του αξίωμα και την οικογένειά του και να μεταναστεύσει εκεί.
Ο Αβραάμ Χαρκαβί (Ρωσοεβραίος ιστορικός) σημείωνε το 1877 ότι ένα σχόλιο στον Ησαΐα 48:14, αποδιδόμενο στον (ραβίνο) Σααντιά Γκαόν ή στον Καραΐτη μελετητή Βενιαμίν Ναχαβαντί ερμήνευε τη φράση «Ο Κύριος τον είχε αγαπήσει» ως αναφορά «στους Χαζάρους, που θα πάνε να καταστρέψουν τη Βαβέλ (δηλ. τη Βαβυλωνία), όνομα που χρησιμοποιείτο για να ορίζει τη χώρα των Αράβων.
Αυτό έχει εκληφθεί ως ένδειξη των ελπίδων των Περσών Εβραίων ότι οι Χάζαροι θα μπορούσαν να ανατρέψουν το χαλιφάτο.
Το 965, καθώς το χαγανάτο αγωνιζόταν κατά της νικηφόρας εκστρατείας του πρίγκηπα των Ρως Σβιατοσλάβου Α΄, ο μουσουλμάνος ιστορικός Ιμπν αλ-Αθίρ αναφέρει ότι όταν η Χαζαρία δέχθηκε επίθεση από τους Ογούζους Τούρκους, ζήτησε βοήθεια από τη Χωρεσμία, αλλά η έκκλησή της απορρίφθηκε γιατί θεωρούνταν «άπιστοι» («αλ-κουφάρ», δηλ. ειδωλολάτρες).
Λέγεται ότι οι Χάζαροι, εκτός από τον χαγάνο, προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ για να εξασφαλίσουν τη συμμαχία της Χωρεσμίας, με τη στρατιωτική βοήθεια της οποίας οι Ογούζοι Τούρκοι τελικώς αναχαιτίσθηκαν.
Αυτό ήταν, σύμφωνα με τον Ιμπν αλ-Αθίρ, που έκανε και τον ιουδαϊστή βασιλιά των Χαζάρων να ασπασθεί κατόπιν το Ισλάμ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου